- névrodocite
- сущ.
мед. невродоцит (воспаление канальцев, в которых проходят нервы)
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
νευροδοχίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού οστεοϊνώδους πόρου από τον οποίο διέρχεται ένα νεύρο, η οποία προκαλεί επώδυνα φαινόμενα λόγω πιέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrodocite] … Dictionary of Greek